- βακχικός
- -ή, -όο ενθουσιώδης, ο έξαλλος, ο οργιαστικός: Στη φοιτητική μας ζωή συχνά κάναμε βακχικά γλέντια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Βακχικός — Bis Acc. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικά — Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc pl Βακχικά̱ , Βακχικός Bis Acc. fem nom/voc/acc dual Βακχικά̱ , Βακχικός Bis Acc. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικώτερον — Βακχικός Bis Acc. adverbial comp Βακχικός Bis Acc. masc acc comp sg Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικῶν — Βακχικός Bis Acc. fem gen pl Βακχικός Bis Acc. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικόν — Βακχικός Bis Acc. masc acc sg Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικώτατον — Βακχικός Bis Acc. masc acc superl sg Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικαῖς — Βακχικός Bis Acc. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικαί — Βακχικός Bis Acc. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικοῖς — Βακχικός Bis Acc. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικοῖσι — Βακχικός Bis Acc. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)